ταγγός

ταγγός
η , ό[ν]
1) прогорклый (о жире); 2) сварливый, ворчливый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ταγγός" в других словарях:

  • ταγγός — ή, ό / ταγγός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταγκός και τσαγγός και τσαγκός Ν 1. (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί τάγγιση, που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη οσμή και γεύση 2. το θηλ. ως ουσ. η ταγγή βλ. ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τής λ …   Dictionary of Greek

  • ταγγόν — ταγγός rancid masc acc sg ταγγός rancid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγγά — ταγγά̱ , ταγγή rancidity fem nom/voc/acc dual ταγγά̱ , ταγγή rancidity fem nom/voc sg (doric aeolic) ταγγός rancid neut nom/voc/acc pl ταγγά̱ , ταγγός rancid fem nom/voc/acc dual ταγγά̱ , ταγγός rancid fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγγῶν — ταγγή rancidity fem gen pl ταγγός rancid fem gen pl ταγγός rancid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισώδης — κνισώδης, ῶδες (Α) [κνίσα] 1. αυτός που αναδίδει κνίσα ψητού κρέατος 2. μτφ. ταγγός, με δυσάρεστη γεύση («τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κνισῶδες», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ταγγάδα — και ταγκάδα και τσαγγάδα και τσαγκάδα, η, Ν 1. η ιδιότητα τού ταγγού 2. τάγγιση 3. συνεκδ. η δυσάρεστη οσμή και γεύση που προέρχεται από την αλλοίωση τροφίμων τα οποία περιέχουν λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός / τσαγκός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ… …   Dictionary of Greek

  • ταγγίασις — άσεως, ἡ, Α ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός + κατάλ. ίασις (< ρ. σε ιάω/ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ταγγίζω — ΝΜΑ, και ταγκίζω, και τσαγγίζω και τσαγκίζω Ν [ταγγή] είμαι ή γίνομαι ταγγός …   Dictionary of Greek

  • ταγγίλα — και ταγκίλα και τσαγγίλα και τσαγκίλα, η, Ν ταγγάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός / τσαγγός + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • ταγγιάζω — και ταγκιάζω και τσαγγιάζω και τσαγκιάζω Ν [ταγγός / τσαγγός] ταγγίζω …   Dictionary of Greek

  • ταγκός — ή, ό, Ν βλ. ταγγός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»